- ῥούδιον
- ῥούδιον, τό,= κλύσμα πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον, Aët.16.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥούδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρούδιον — τὸ, Α (κατά τον Αέτ.) «κλύσμα πρὸς ῥοῡν γυναικεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνηρημένος τ. τού ῥοείδιον*] … Dictionary of Greek
ῥούδια — ῥούδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρούδι — το / ῥούδιον, ΝΑ [ῥούς (ΙΙ)] κοινή σήμερα ονομασία του φυτού Rhus coriaria τού γένους ρους … Dictionary of Greek